σόβη — ἡ, ΜΑ η ουρά τού ίππου, ιδίως το μέρος τής ουράς όπου βρίσκονται οι τρίχες με τις οποίες αυτός διώχνει τις μύγες αρχ. 1. η ουρά τού βοδιού 2. τρίχωμα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐξ ἱππείων τριχῶν λόφος περικεφαλαίας». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ … Dictionary of Greek
σοβῇ — σοβέω scare away pres subj mp 2nd sg σοβέω scare away pres ind mp 2nd sg σοβέω scare away pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβῶν — σόβη the solid part of a horse s tail fem gen pl σοβέω scare away pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόβην — σόβη the solid part of a horse s tail fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροσόβη — η, Ν επίμηκες τεμάχιο ξύλου που τοποθετείται υπό γωνία στο κάτω τμήμα τών φύλλων πόρτας ή παραθύρου για να παρεμποδίζεται έτσι η εισροή τών νερών τής βροχής, κν. νεροδιώχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + σόβη (< σοβώ «απομακρύνω, διώχνω»), πρβλ.… … Dictionary of Greek
σόβας — σόβᾱς , σόβη the solid part of a horse s tail fem acc pl σόβᾱς , σόβη the solid part of a horse s tail fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
хобот — диал. также в знач. излучина, извилина реки , арханг. (Подв.), хоботина дуга, окольная дорога , укр. хобот хобот, вихор , рыболовная снасть из прутьев , русск. цслав., др. русск. хоботъ хвост, также конский хвост в качестве воинского знака… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Праведная Елизавета — Для информации о других святых того же имени, обратитесь к статье Святая Елизавета (значения). «Зачатие Иоанна Крестителя» (встреча Захарии и Елизаветы; справа изображена фигура их будущего сына) … Википедия
Праведная Елисавета — Для информации о других святых того же имени, обратитесь к статье Святая Елизавета (значения) … Википедия
μυιοσόβη — η (Α μυιοσόβη και μυοσόβη) δέσμη μακριών τριχών που είναι προσαρμοσμένη σε λαβή και χρησιμοποιείται για το διώξιμο τών μυγών, μυγιαστήρι αρχ. μτφ. μακριά γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + σόβη (< σοβῶ «απομακρύνω, διώχνω»)] … Dictionary of Greek